Ανθολόγημα από το βιβλίο “Τα δάκρυα του Οδυσσέα” (1998) του Roger Grenier.
“[…]Έτσι λοιπόν το ζώο που μας συντροφεύει, μόνο και μόνο λόγω του κύκλου της ζωής του, που είναι σύντομος, μας επαναλαμβάνει καθημερινά, όχι το εγωιστικό memento mori, μα το εξής: σύντομα θα πεθάνω. Κατά βάθος, τα ζώα που έχουμε κοντά μας είναι μέρος της δικής μας τρέλας, της δικής μας παλιοζωής. Επειδή τα σκυλιά μια μέρα θα μας φέρουν τον πόνο του χωρισμού, μια γαλλική έκφραση τα ονομάζει bête à chagrin [ζώα της ψυχοπόνιας].”
“[…]Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά, και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’όπου του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν το μέγα τέμενός του. Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, με αμέτρητα τσιμπούρια, ο Άργος. Κι όμως αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του, σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’αυτιά του, όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του. Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του, σκούπισε ένα δάκρυ.”
“[…]Ούτε ενταγμένος και ούτε διωγμένος (Nicht ausgetoffen und nicht eingereiht).”
“[…]Ως συνήθως δεν μπορώ να μην αναφερθώ και πάλι στον Μπωντλταίρ: ‘Τραγουδώ τον βρώμικο σκύλο, το φτωχό σκύλο, τον άστεγο σκύλο, το μασκαρά σκύλο, τον αλήτικο σκύλο.. Τραγουδώ τους συφοριασμένους σκύλους, εκείνους που πλανιώνται,, μονάχοι, στις ελικωτές χαράδρες των τεράστιων πόλεων, τουτέστιν όσους είπαν στον παρατημένο άνθρωπο, με μάτια που σπινθήριζαν από σπιρτάδα: Πάρε με μαζί σου, κι απ’τις μιζέριες και των δυονών μας ίσως να φτιάξουμε μια κάποια ευτυχία!'”
“[…]Ένα κατοικίδιο μας είναι ασπίδα από τις προσβολές της ζωής, ένα καταφύγιο από τον κόσμο, μια κάπως μάταιη πεποίθηση ότι μας αγαπούν οπωσδήποτε, ένας τρόπος για να είμαστε ταυτόχρονα λιγότερο μόνοι και περισσότερο μόνοι.”
“[…]Στη σχέση ανθρώπου και ζώου, πάντοτε ο άνθρωπος είναι αυτός που χρωστάει. Βλέπουμε τύπους που είναι αποβράσματα της κοινωνίας, μέθυσοι, μοχθηροί, βλακόμουτρα. Κανείς δεν τους θέλει, εκτός από ένα σκύλο, που είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει ένα τέτοιο σκουπίδι, να το υπακούσει, να το αγαπήσει.”
“[…] Σκύλος και αφεντικό καταλήγουν λίγο πολύ να νομίζει ο ένας ότι είναι ο άλλος. Κάποιο βράδυ, στο Σαμπ-ντε-Μαρς, ο Οδυσσέας έγινε άφαντος. Τελικά τον βρήκα σε μια σκοτεινή αλέα δίπλα σ’έναν παράδρομο. Έκανε έρωτα με μια σκύλα, ένα Δαλματίας. Οι δύο εραστές ήταν ακόμα κολλημένοι. Η ιδιοκτήτρια του Δαλματίας, μια κομψή αλλοδαπή που θύμιζε υπάλληλο πρεσβείας, ξανάδεσε φανερά εκνευρισμένη τη σκύλα της. Για καμιά δεκαριά λεπτά – και είναι πολλά τα δέκα λεπτά – μέχρι δηλαδή να ξεκολλήσει το ζευγάρι, δε μου απεύθυνε καν το λόγο. Σαν να ήμουν εγώ ο ένοχος, σαν εγώ να είχα προσβάλει την τιμή της σκύλας, ίσως ακόμα και της κυρίας της.”