Συχνά ο κύριος Millan αναφέρεται στην εγγενή τάση κυριαρχίας & ανωτερότητας του κάθε “ιδιοκτήτη” , “πωρώνοντας” κατά αυτόν τον τρόπο, την εύλογη γεμάτη παράπονο εκπεφρασμένη απορία: “…μα γιατί δεν με ακούει τελικά;”, οδηγώντας μας σε μονοπάτια σκοτεινά, στην αντίστοιχη λογική των ανθρωπίνων σχέσεων: “…μα γιατί να μην με αγαπά;”, αποκηρύσσοντας κάθε προσωπική παράλειψη ή σφάλμα, πετώντας την μπάλα στην εξέδρα.
Πιθανόν με την επιβολή να οδηγούμαστε σε ένα βαθμό υπακοής αλλά ο εξαναγκασμός & οι βίαιες παρεμβάσεις αυξάνουν την ανισορροπία στις σχέσεις μας με τον σκύλο (& όχι μόνο) & καθορίζουν την υφή & ποιότητα της υπακοής & την διάρκεια. Άραγε η υπακοή αυτή να πηγάζει από το υπέρμετρο άγχος που εδράζεται στην ψυχολογία του σκύλου ή τελικά αλήθεια να αναβλύζει μονάχα από τον επιδιωκόμενο σεβασμό μέσα από τον ομαλό έλεγχο των πόρων & των ελευθεριών; [όπως ένας αυθεντικός & προετοιμασμένος “pack leader” θα έκανε & όχι προκαλώντας διαρκώς διορθώσεις πόνου (βλ. σύντομα/κοφτά χτυπήματα σε αδύναμη πλευρά σώματος σκύλου ή το περίφημο επιβληθέν βίαιο γύρισμα – συνταγές αγαπημένες του κυρίου Cesar.)]
Εν κατακλείδι, αν και ο Cesar Millan απέχει από το να στιγματιστεί ως “σατανικός” & “ραδιούργος”, θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλοι οι τρόποι αντιμετώπισης ενός ζητήματος απαιτούν εξαρχής ωριμότητα & προσεκτικό σχεδιασμό αλλά κυρίως πρόληψη, όρια στην μεθοδολογία & “σφραγισμένα” στεγανά.
Στην αναζήτηση της λύσης, υπάρχουν τρόποι – συχνά χρονοβόροι – (βλ. counter-conditioning / systematic desensitization / habituation) & σαν το ύστατο απευκταίο καταφύγιο θα πρέπει να φαντάζει η συγκρουσιακή επιβολή με επικίνδυνες μεθόδους που αντιμετωπίζουν τους σκύλους ως άγρια θηρία & τους “ιδιοκτήτες” ως δαμαστές αυτών & που αρκετά συχνά είτε οδηγούν – είτε θα οδηγήσουν – σε πιθανό τραυματισμό των εμπλεκομένων, μα σίγουρα θα “τραυματίσουν” βαθιά & οριστικά τις Συνειδήσεις, ανθρώπων & σκύλων.